- ἑτερογλώσσου
- ἑτερόγλωσσοςof othermasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερογλωσσία — η [ετερόγλωσσος] η ιδιότητα τού ετερόγλωσσου, το να είναι κάποιος ξενόγλωσσος … Dictionary of Greek